δραστήριος

δραστήριος
-α, -ο
επίρρ.
1. ενεργητικός, αυτός που έχει έντονη δράση: Ο βουλευτής του νομού μας είναι ένας δραστήριος πολιτικός.
2. αποτελεσματικός, δραστικός: Χάρη στις δραστήριες ενέργειες των μελών του συλλόγου μας συγκεντρώθηκαν χρήματα για την κατασκευή ενός πολιτιστικού κέντρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δραστήριος — active masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστήριος — ια, ιο (AM δραστήριος, ον, Μ και ιος, ία, ον) 1. ενεργητικός, ικανός για δράση 2. γόνιμος, αποτελεσματικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός 2. δουλικός …   Dictionary of Greek

  • δραστηριώτερον — δραστήριος active masc acc comp sg δραστήριος active neut nom/voc/acc comp sg δραστήριος active adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριώτατον — δραστήριος active masc acc superl sg δραστήριος active neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηρίως — δραστήριος active adverbial δραστήριος active masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστήριον — δραστήριος active masc/fem acc sg δραστήριος active neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριωτέρους — δραστήριος active masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριωτέρῳ — δραστήριος active masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριώτατος — δραστήριος active masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραστηριώτεραι — δραστήριος active fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”