δραστήριος — active masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστήριος — ια, ιο (AM δραστήριος, ον, Μ και ιος, ία, ον) 1. ενεργητικός, ικανός για δράση 2. γόνιμος, αποτελεσματικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός 2. δουλικός … Dictionary of Greek
δραστηριώτερον — δραστήριος active masc acc comp sg δραστήριος active neut nom/voc/acc comp sg δραστήριος active adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστηριώτατον — δραστήριος active masc acc superl sg δραστήριος active neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστηρίως — δραστήριος active adverbial δραστήριος active masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστήριον — δραστήριος active masc/fem acc sg δραστήριος active neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστηριωτέρους — δραστήριος active masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστηριωτέρῳ — δραστήριος active masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστηριώτατος — δραστήριος active masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραστηριώτεραι — δραστήριος active fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)